Βιρμανία
Σε ένα σύντομο οδοιπορικό ταξίδι στη Βιρμανία μια από τις τελευταίες χώρες στον κόσμο που ο πλαστικός σύγχρονος
πολιτισμός δεν έχει κατακτήσει ακόμα, ένας παχουλός Βούδας στάθηκε δίπλα μου και με προστάτευε σε κάθε μου
κίνηση.
Ταξιδεύοντας με τον Βούδα
Όλα πήγανε καλά σε αυτό το ταξίδι στη Βιρμανία, αυτή την χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας που οι
Άγγλοι κατακτητές ονόμασαν Βurma και αργότερα το 2011 αναγνωρίστηκε από τον ΟΗΕ
σύμφωνα με τις επιθυμίες της τότε στρατιωτικής κυβέρνησης με το όνομα Myanmar.
Φαίνεται ότι η τύχη με συνόδευε σε κάθε μου βήμα σε αυτό το ταξίδι. Οκτώ ολόκληρες μέρες στη
Βιρμανία και δεν με είχε τσιμπήσει ούτε ένα κουνούπι, τα αδέσποτα σκυλιά δεν με δάγκωσαν ποτέ,
στους ξενώνες που έμενα δεν είχα συναντήσει ούτε μία σχιστομάτα κατσαρίδα.
Κανένας πόνος δεν έπιασε τη μέση μου, κανένας πυρετός, κανένας πονοκέφαλος δεν τόλμησαν να
με ενοχλήσουν. Όλες τις μέρες έτρωγα κάθε λογής φαγητά στους δρόμους, δοκίμαζα όλες τις
καυτερές δημιουργίες των πλανόδιων σεφ και το στομάχι μου δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ. Στα
δωμάτια των ξενοδοχείων, ποτέ δεν ξέχασα κανένα φορτιστή, πάντα κοιμόμουνα αμέσως σε όποιο
μαξιλάρι και αν με ακούμπαγες και ξύπναγα ευδιάθετος πρωί πρωί.
Ο καιρός στις αρχές του Μάρτη του 2015 ήταν σύμμαχος και αυτός, τα ρούχα και τα παπούτσια μου
δεν βράχηκαν ποτέ και η ανυπόφορη ζέστη της εποχής καθυστερούσε να έρθει. Όλα πηγαίνανε
ανεξήγητα καλά σε αυτό το ταξίδι, ακόμη και οι κακοτοπιές βγαίνανε σε καλό. Σίγουρα κάποιος
αόρατος παχουλός Βούδας με συμπάθησε, ήταν πάντα δίπλα μου και με προστάτευε σε αυτή τη
χώρα.
Οι πρωτόγνωρες εικόνες και αναμνήσεις που πέρασαν από μπροστά μου αυτές τις λίγες μέρες στην
μακρινή Βιρμανία μού έδωσαν την αίσθηση ότι έζησα μια ακόμη ζωή. Ταξίδεψα στη χώρα με
λεωφορεία περνώντας μέσα από μικρές και μεγάλες πόλεις από το Yangon στο νότο μέχρι την
Mandalay του Kippling οκτακόσια χιλιόμετρα μακριά, στο Βορρά. Ποιο βόρεια δεν μπορούσε να
πάει κανείς αφού ο Βιρμανικός στρατός δίνει συχνά μάχες στο Kachin με αυτονομιστές αντάρτες.
Στην σημερινή Μυανμάρ, μέσα στα σύνορα που της χάραξαν πριν από χρόνια οι ξένοι κατακτητές
ζουν διάφορες εθνότητες πολλών εκατομμυρίων ψυχών που μιλούν διαφορετικές γλώσσες, οι
Kayin,οι Shan , οι Kayan, οι Naga και άλλοι. Χρόνια τώρα μαίνονται κατά καιρούς εμφύλιες μάχες
για ανεξαρτησία των διαφορετικών αυτών εθνοτήτων. Οι τελευταίες εξελίξεις στο Kachin στα
σύνορα με την Κίνα είναι ανησυχητικές. Μόνο ο παντοκράτορας χρόνος ξέρει αν η Μυανμάρ θα
διαμελισθεί σαν την πρώην Γιουγκοσλαβία ή θα παραμείνει ένα ενιαίο κράτος όπως είναι σήμερα.
Είκοσι επτά ολόκληρες ώρες βρέθηκα μέσα σε τοπικά λεωφορεία διασχίζοντας τους απέραντους
κάμπους της Βιρμανίας, της σημερινής Μιανμάρ. Για δύο χιλιάδες πεντακόσια χιλιόμετρα
μετακινήσεων πλήρωσα συνολικά για εισιτήρια, μόνο είκοσι επτά ευρώ. Από το παράθυρο του
λεωφορείου με νοήματα και χαμόγελα, χωρίς γλώσσα επικοινωνίας, μοιράστηκα και φωτογράφησα
τις συνήθειες, τις αγωνίες, τις ελπίδες ενός ολόκληρου λαού.
Πανηγύρι όταν το λεωφορείο σταμάταγε στις πλατείες των πόλεων και χωριών. Μικροπωλητές
τρέχανε, φαγητά, μπανάνες, φρούτα , ζαχαρωτά, δέματα άλλαζαν χέρια, μανάδες φίλοι σφίγγανε τα
χέρια, μανάδες χαιρετούσαν τα παιδιά τους, παντού συγκινητικές χειρονομίες ανθρώπινης επαφής
και αποχαιρετισμού. Ένας ανθρώπινος πυρετός. Και όταν το λεωφορείο έφευγε, ηρεμία μετά την
τρικυμία, οι μικροπωλητές κάθονταν να ξαποστάσουν και μετρούσαν τα ελάχιστα χαρτονομίσματα
που μάζεψαν περιμένοντας υπομονετικά με ελπίδα το επόμενο λεωφορείο.
Παρακολουθούσα με ενδιαφέρον τις κινήσεις, τον βηματισμό, τα ρούχα, τα κοσμήματα, τα
παπούτσια, τις γκριμάτσες, τις χειρονομίες και πάνω από όλα τα χαμόγελα των απλών αυτών
ανθρώπων που έμπαιναν και έβγαιναν από το λεωφορείο. Που και που τους φωτογράφιζα
διακριτικά. Μερικές φορές με παίρνανε χαμπάρι και χαμογελούσαν συγκαταβατικά με την
αδιακρισία μου.
Ήμουνα σίγουρος ότι είχα επιλέξει την καλύτερη θέση για να παρακολουθήσω από το παράθυρο
ενός λεωφορείου το πιο γνήσιο, το πιο συναρπαστικό, το πιο εξωτικό, το πιο ανθρώπινο θεατρικό
έργο: τη ζωή ενός ολόκληρου λαού που δεν έχει ακόμα αφομοιώσει ο τεχνολογικός πολιτισμός.
Υπήρχε μόνο ένα πρόβλημα που με απασχολούσε . Τί θα γινόταν αλήθεια αν με έπιανε κατούρημα
στο πίσω μέρος που καθόμουν μέσα στο κατάμεστο από κόσμο λεωφορείο; Τι θα μπορούσα να κάνω
να αποφύγω την δυσάρεστη αυτή προοπτική; Μήπως έπρεπε να μη πίνω πολλά νερά; Πως όμως να
μην πίνω νερά με αυτή την αφόρητη ζέστη;
Κι αυτό όμως το πρόβλημα το είχε λύσει για μένα ο φύλακας άγγελος μου, ο χοντρούλης Βούδας.
Το λεωφορείο σταματούσε υποχρεωτικά κάθε δυόμιση ακριβώς ώρες σε υπαίθρια εστιατόρια με
πρόχειρες εγκαταστάσεις υγιεινής. Δύο ανθρώπινες πολύχρωμες ουρές σχηματίζονταν σε κάθε
στάση, μια για τις τουαλέτες ανδρών και μια για τις τουαλέτες γυναικών.
Είκοσι λεπτά κρατούσε η προγραμματισμένη στάση του λεωφορείου, οι επιβάτες έπαιρναν αν
ήθελαν ποτά από ελεύθερα στον χώρο ψυγεία και φαγητά από ένα μακρόστενο ζωντανό πάγκο-
μαγειρείο. Είχα την αίσθηση ότι κανένας δεν θα προλάβει να πληρώσει πριν φύγει το λεωφορείο
αλλά στο παρά πέντε ερχόταν ένα γκαρσόνι μετρούσε τα πιατάκια και τα μπουκάλια στο κάθε
τραπέζι και οι επιβάτες του πετούσαν φθαρμένα χαρτονομίσματα. Τα μάζευε όρθιος σε ένα τραπέζι
και όπως τα κρατούσε σε ένα παχύ μάτσο χαρτονομίσματα μου μοιάζανε με χαρτοπετσέτες.
Ο λογαριασμός για τον καθένα ήταν συνήθως 1100 Myanmar Kyat, δηλαδή περίπου ένα Ευρώ.
Πλήρωνα αφήνοντας πάντα ένα καλό φιλοδώρημα και ζήλευα τους ανθρώπους αυτούς που
μπορούσαν ακόμη να ζουν και εργάζονται χωρίς ταμειακές μηχανές, αποδείξεις και POS.
Μια ημέρα στο Bagan μια περιοχή με Ινδουιστικούς ναούς το νοικιασμένο ηλεκτρικό μηχανάκι που
οδηγούσα ξέμεινε νυχτιάτικα από μπαταρία στο πουθενά. Ο παχουλός Βούδας έτρεξε αμέσως να
βρει λύση στην αναπάντεχη κακοτοπιά. Στην Ubein Bridge στη Μανταλέυ ένας σκύλος ήταν
έτοιμος να μου κόψει μια δαγκωματιά αλλά και εκεί ο φύλακας μου Βούδας έτρεξε αμέσως και
ηρέμησε το επικίνδυνο ζωντανό.
Όσο πλησίαζε η ώρα της επιστροφής στην Ελλάδα σκεφτόμουνα μήπως έπρεπε να πάρω στο φίλο
μου τον Βούδα κάποιο δώρο που στάθηκε χωρίς κανένα συμφέρον στο πλευρό μου τις ημέρες
αυτές. Τι δώρο όμως αξίας να πάρεις σε κάποιον που όλα τα αγάλματα που τον απεικονίζουν είναι
από ατόφιο χρυσάφι. Από την άλλη, σκεπτόμουνα ότι και εγώ δεν είχα κάνει λίγα για τον Βούδα.
Πόσες φορές αλήθεια δεν είχα ξυποληθεί για χάρη του για να επισκέπτομαι τους ναούς του; Σε
πόσες ξένες σε μένα εκδηλώσεις λατρείας δεν είχα σιωπηλά πάρει μέρος για να του δείξω
σεβασμό και αγάπη.
Μήπως δεν ανέβηκα εκατοντάδες σκαλιά μετρώντας τους χτύπους της καρδιάς μου στο λόφο του
Sagaing στη Mandalay για να επισκεφθώ τους μέτριας αισθητικής αξίας ναούς του κινδυνεύοντας
να παρεξηγηθώ από κανένα δικό μας πατριάρχη;
Μήπως στην Swedagon Paya, αυτή την Μέκκα του Βουδισμού στα περίχωρα της πρωτεύουσας
Yangon που επισκέφτηκα ένα καυτό μεσημέρι, σε λάθος ώρα της ημέρας, οι γυμνές πατούσες μου
δεν σιγοψήθηκαν στα μαρμάρινα πλακάκια στο προαύλιο του ναού του;
Μήπως δεν άφηνα χρήματα στα γυάλινα δοχεία- παγκάρια για να συντηρηθούν οι 500.000 μοναχοί
του, ένας ολόκληρος στρατός, που ήξερα ότι μισθό από το κράτος δεν παίρνουν και συντηρούνται
με την δουλειά τους και τις χορηγίες των πιστών;
Μήπως δεν αγόραζα και ελευθέρωνα σπουργίτια από τα κλουβιά μικροπωλητών έξω από τους
ναούς του για να δοξάσω τις διδαχές του για ελευθερία. Μέχρι σαλάμι και αυγά σκέφτηκα να
αγοράσω να ταΐσω τα πέτρινα φύλακες λιοντάρια που βρίσκονται στους ναούς του όπως
συνηθίζουν να κάνουν μερικοί φανατικοί ειδωλολάτρες οπαδοί του.
Τελικά το αποφάσισα αρκετά έκανα και εγώ για τον Βούδα. Δεν θα του κάνω άλλο δώρο, εξάλλου
οι πραγματικές φιλίες δεν χτίζονται με δώρα.
Άφησα την Βιρμανία με νοσταλγία και φόβο. Ίσως δεν την ξαναδώ ποτέ, ίσως αν ξανάρθω θα την
έχουν καταλάβει ολοκληρωτικά οι αγορές της κερδοσκοπίας. Τρόμαζα με την ιδέα ότι από το
παράθυρο του λεωφορείου δεν θα έβλεπα ποτέ ξανά αυτά τα μάτια αυτών των φτωχών απλών
ανθρώπων που το χρήμα, το δολάριο, το ευρώ, το γεν δεν έχει ακόμα φωλιάσει στο βλέμμα τους.
Τρόμαζα με την ιδέα ότι δεν θα ξανάβλεπα το χαμόγελό τους. Ήθελα να έχω την πιο τέλεια
φωτογραφική μηχανή του κόσμου να φωτογραφήσω για την αιωνιότητα, αυτό το χωρίς
συμφέροντα, μέσα από το χώμα βγαλμένο αγνό χαμόγελο τους, πριν εξαφανισθεί από τον πλανήτη
γη. Ήθελα να πάρω μαζί μου το χαμόγελο αυτό σαν σπόρο απαγορευμένου εξωτικού φυτού να το
μεταφυτεύσω στην πατρίδα, σε αυτό το απέραντο λογιστήριο μικροσυμφερόντων που λέγεται
Ελλάδα.
Χαιρέτησα τον Βούδα και τον ευχαρίστησα που μου αποκάλυψε ξανά τις απλές χαρές της ζωής που
είχα αρχίσει να ξεχνάω. Κράτησα τις παλάμες των χεριών μου ενωμένες μπροστά στο πρόσωπο
μου σε μία χειρονομία ευγνωμοσύνης και συνάμα ελπίδας και τον ευχαρίστησα ξανά για όλα τα
χαμόγελα ζωής που χάρισε γενναιόδωρα σε ένα ξένο, χωρίς πονηριά χωρίς ζήλεια, χωρίς
υποκρισία, χωρίς τουριστικό συμφέρον, χωρίς κακία, αυτές τις οκτώ μέρες στη Βιρμανία. Του είπα
να κάνει δίαιτα στα εισαγόμενα λιπαρά μην τύχει τόσο χοντρός που είναι ανεβάσει απότομα
χοληστερίνη και τον χάσουμε και αυτόν. Είχαμε γίνει φίλοι πια.