Κάποτε μικρός είχα δει την ταινία η Γέφυρα του ποταμού Kwai με τον William
Holden και Alec Guiness και από τότε ζήλευα τις ξύλινες πεζογέφυρες σε
πασσάλους σε εξωτικά μέρη. Στην Ubein bridge την μεγαλύτερη ξύλινη γέφυρα στο
κόσμο βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα σκύλο. Ποιος έκανε στην άκρη να περάσει ο
άλλος δεν είναι δύσκολο να το μαντέψει κανείς.
Ubein bridge, Ένας ανυποχώρητος σκύλος
Ήταν πέντε το πρωί όταν η πόρτα του δωματίου σε ένα ξενοδοχείο στη Mandalay
στη Βιρμανία χτύπησε. Μια ανδρική φωνή ακούστηκε. “Κύριε, το μοτοταξί έχει
έρθει και σας περιμένει”. Σηκώθηκα απρόθυμα άρπαξα την τσάντα με την
φωτογραφική μηχανή και κατέβηκα τις ξύλινες σκάλες. Ο ρεσεπτιονίστ με
συνόδευσε στο δρόμο. Απέναντι ήταν ένας άνδρας που κοιμότανε σε ένα ξύλινο
πάγκο δίπλα ένα μηχανάκι. Τον ξυπνήσαμε Ο άνδρας με ξυρισμένο το κεφάλι,
άνοιξε τα μάτια, μας κοίταξε με απορία και έκδηλη δυσφορία γύρισε στο πλάι και
ξανακοιμήθηκε. Εκείνη την στιγμή ένα άλλο μηχανάκι σταματάει στη μέση του
δρόμου. “Μίστερ Νίκολας “ρωτάει. Κατάλαβα ότι άδικα είχα ξυπνήσει τον
άνθρωπο δεν ήταν ο σωστός μοτοταξιτζής.
Είχα κανονίσει ένα μηχανάκι να με πάει στη Ubein bridge την μεγαλύτερη ξύλινη
από τικ πεζογέφυρα στον κόσμο και βιαζόμουνα να προλάβω να την
φωτογραφίσω με την ανατολή του ήλιου. Έβαλα στο κεφάλι ένα ελαφρύ κράνος
που έμοιαζε με πλαστικό καπέλο με γύσο για τον ήλιο που μου έδωσε ο
συμπαθητικός μοτοταξιτζής, καβάλησα πίσω στο μηχανάκι και ξεκινήσαμε. Οι
δρόμοι ήταν έρημοι, η Mandalay κοιμότανε, μόνο εκατοντάδες βουδιστές μοναχοί ,
ξυπόλητοι με τις βυσσινιές κελεμπίες τους περπατούσαν κατά ομάδες εδώ και
εκεί. Που να πηγαίνανε άραγε; Πηγαίνανε για δουλειά; Πηγαίνανε σε θρησκευτικά
σχολεία, σε ναούς να προσευχηθούν, στα χωράφια να δουλέψουν; Ποιος ξέρει;
Το μικρό μηχανάκι διέσχιζε με ήρεμη αυτοπεποίθηση τους χωρίς φανάρια δρόμους
της Mandalay. Ένα ελαφρύ αεράκι σου χάιδευε το πρόσωπο. Μια απόλυτα
λυτρωτική αίσθηση ελευθερίας σε πλησίαζε μέσα στη νύχτα. Σε μισή ώρα περίπου
φτάσαμε στο νότιο άκρο της Ubein Bridge. Τα ξύλινα μαγαζάκια στην αρχή της
γέφυρας ήταν κλειστά. Πήρα τρείς μπανάνες από ένα προκομμένο πρωινό
μικροπωλητή και ανέβηκα στη γέφυρα.
Η Ubeinbridge έχει μήκος 1.200 μέτρα πάνω από την λίμνη Taungthaman. Έχει
χτιστεί το 1850 και είναι η παλαιότερη και μεγαλύτερη ξύλινη γέφυρα στον κόσμο.
Ευρίσκεται στον χώρο της παλιάς πρωτεύουσας Amarapura του βασιλείου Ava. Έχει
1.086 ξύλινες κολώνες, 476 ανοίγματα, και εννέα σημεία που το δάπεδο σηκώνεται
να αφήνει τα μεγάλα ξύλινα πλοιάρια να περνούν.
Άρχισα να περπατάω πάνω στο ξύλινο από τικ δάπεδο της γέφυρας. Ήταν εποχή
ξηρασίας πριν τις μεγάλες βροχές και η στάθμη της λίμνης ήταν εξαιρετικά χαμηλή,
οι πάσσαλοι ήταν τρία περίπου μέτρα έξω από το νερό, γυμνοί. Περπατούσα
σχεδόν μόνος, που και που κανένας βουδιστής μοναχός ερχόταν από την απέναντι
όχθη. Έφθασα στο πρώτο από τα πέντε εξαγωνικά στέγαστρα που είχε η γέφυρα.
Μία γυναίκα γύρω στα σαράντα έκανε μόνη της πρωινή γυμναστική, ακουμπούσε
τα πόδια και τα χέρια της στους πασσάλους του στεγάστρου και το κορμί της
διπλωνόταν σαν φίδι. Ζήλεψα την ευλυγισία της και γκρίνιαζα στον εαυτό μου που
δεν κάνει τίποτα για να αποκτήσει ευελιξία το σώμα του.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνιση του διακριτικά, λίγα σύννεφα της
υγρασίας του στερούσαν ακόμη την λάμψη του πρωταγωνιστή της ημέρας.
Άρχισα να περπατάω φωτογραφίζοντας. Ήμουνα στην μέση της διαδρομής όταν
από την απέναντι πλευρά ερχόταν ένας σκύλος, μεσαίου μεγέθους, χρώματος καφέ
, με κοντό τρίχωμα και κοντά αυτιά . Είμασταν μόνοι ο σκύλος και εγώ πάνω στη
στενή γέφυρα. Δεν υπήρχε κανένας βουδιστής μοναχός στον ορίζοντα.
Ο σκύλος καθώς πλησίαζα στάθηκε ακίνητος ακριβώς στην μέση της γέφυρας σαν
να μην ήθελε να με αφήσει να περάσω. Δεν γαύγιζε αλλά με κοίταζε απειλητικά και
είχε το κεφάλι χαμηλωμένο έτοιμος για επίθεση. Κοντοστάθηκα και τρόμαξα.
Μήπως δεν του αρέσει η μυρουδιά των λευκών και μου κόψει καμιά δαγκωνιά στα
καλά καθούμενα σκέφτηκα. Σταθήκαμε ο σκύλος και εγώ ακίνητοι και κοιτούσε ο
ένας τον άλλο για ώρα, είπα να του πω καμιά κουβέντα άλλα σίγουρα δεν θα μίλαγε
αγγλικά. Μόλις έκανα ένα βήμα μπροστά να προχωρήσω έβλεπα τα χείλη του να
σηκώνονται και μου έδειχνε τα ούλα των δοντιών του. Έβγαλα την φωτογραφική
μηχανή, τον φωτογράφισα, και μετά πήγα στην άκρη, του γύρισα την πλάτη
πιάστηκα από την κουπαστή και έκανα ότι αγνάντευα αδιάφορα την λίμνη. Σε λίγο
ο σκύλος με προσπέρασε ειρηνικά. Σίγουρα δεν χωρούσαν δύο ξένοι σε αυτή την
στενή γέφυρα και κάποιος από τους δύο έπρεπε να υποχωρήσει.
Ο ήλιος είχε ανατείλει και αρκετοί ντόπιοι είχαν αρχίσει να περνοδιαβαίνουν την
γέφυρα. Μόλις έφθασα κοντά στο βόρειο άκρο βλέπω από ένα στενό πέρασμα
που έμοιαζε με εκβολή ποταμού να έρχονται προς τη λίμνη δεκάδες ψαράδικα
κανό. Πλησίαζαν και περνούσαν ανάμεσα στους πασσάλους κάτω από την γέφυρα
για να πάνε για πρωινό ψάρεμα στην μεγάλη λίμνη. Το θέαμα ήταν υπέροχο.
Παρακολουθούσα για αρκετή ώρα τους ψαράδες πάνω στη γέφυρα από ψηλά, πως
κωπηλατούσαν, πως ετοίμαζαν τα δίχτυα πάνω στις βάρκες. Σε λίγο χρόνο η λίμνη
είχε γεμίσει με ψαράδικα. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό. Προχώρησα και κατέβηκα
από τη γέφυρα στο βόρειο άκρο. Τίποτα αξιόλογο δεν ήταν εκεί, ούτε ένας
μικροπωλητής να σερβίρει λίγο τσάι.
Περπάτησα ξανά την γέφυρα προς τα πίσω, αυτή τη φορά με βιαστικό βήμα. Ο
φίλος μου ο μοτοταξιτζής με περίμενε καθισμένος σε ένα μαγαζάκι. Καβάλησα το
μηχανάκι του που βρισκόταν παρκαρισμένο στο χώμα και τον φώναξα να έρθει.
Του έκανα νόημα να καθίσει πίσω και με άφησε να οδηγήσω εγώ μέχρι το
ξενοδοχείο. Ήρεμο, χωρίς άγχος το οδήγημα στην Mandalay. Λίγα τα αυτοκίνητα
και ευγενικοί οι οδηγοί. Πλήρωσα πέντε ευρώ τον μοτοταξιτζή για την πρωινή
εκδρομή και έδειχνε ευχαριστημένος.
Σταμάτησα σε ένα μαγαζάκι εκεί κοντά που είχα ανακαλύψει την προηγούμενη
μέρα για να φάω πρωινό. Το μαγαζάκι είχε τέσσερα τραπέζια στο χωμάτινο
πεζοδρόμιο. Είχε μία στρογγυλή μεγάλη μαντεμένια εστία που ζεσταινόταν από
κάτω με καυσόξυλα. Ένας νεαρός έπλαθε μια καταπληκτική ζύμη την άπλωνε
όπως τις μεγάλες πίτσες στην μαντεμένια εστία, της έβαζε μέσα φασόλια , και την
δίπλωνε σαν φάκελο. Πολλοί περαστικοί παίρνανε το φαγητό αυτό πριν πάνε στη
δουλειά. Κάθισα σε ένα τραπέζι στο πεζοδρόμιο.
Το μαγαζάκι ήταν μια επιτυχημένη take away οικογενειακή επιχείρηση. Η μητέρα
στο ταμείο, ο πατέρας τροφοδοτούσε την φωτιά με ξύλα, ένα γιος στη ζύμη, άλλοι
δύο γιοί γκαρσόνια, η μικρή κόρη γύρω στα δώδεκα μακιγιαρισμένη με μια
άσπρη αλοιφή στο πρόσωπο, έπλενε τα σκεύη και τα πιάτα βουτώντας τα
διαδοχικά σε τέσσερις μεγάλες λεκάνες με σαπούνι. Με όλα τα νοήματα του
κόσμου κατάφερα να εξηγήσω ότι δεν είμαι Εγγλέζος να τρώω φασόλια πρωί πρωί
και ζήτησα να μου βάλλουν κομματάκια από μπανάνες αντί για φασόλια στη ζύμη.
Έφυγα από το μαγαζάκι και έγλυφα τα δάχτυλα μου.
Η ώρα ήταν οκτώ. Γύρισα στο ξενοδοχείο, μπήκα στο δωμάτιο , κοίταξα το κρεβάτι
και σκεφτόμουνα ότι αν δεν μου άρεσαν οι πρωινές εξορμήσεις θα μπορούσα
ακόμη να κοιμάμαι. Είχαν περάσει τρείς ολόκληρες ώρες γεμάτες αξέχαστες
αναμνήσεις. Τον σκύλο με τα σηκωμένα δόντια στην U Bein bridge δεν θα τον
ξεχάσω ποτέ.